- ψήττα
- η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Αγένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνιαρχ.(με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< *ψήχ-jα), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από το θ. ψηχ- τού ψήχω «τρίβω, ξυστρίζω», λόγω τής τραχιάς υφής τού δέρματος τού ψαριού (πρβλ. γαλλ. limande «ψήττα» < λατ. lima «ρίνη»). Ως επιστημον. όρος τής νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. psētta].
Dictionary of Greek. 2013.